Pre-blogging
Πολλες φορες περιδιαβαινοντας στην μπλογκοσφαιρα, και στην προσπαθεια μου να κατανοησω την σημασια του blogging και να πειραματιστω σε καποιο τροπο εκφρασης στο διαδυκτιο, εκανα ενα παραλληλισμο που ισως θεωρηθει τολμηρος. Σκεφτηκα οτι εαν υπηρχε blogging στο τελος του δεκατου εννατου αιωνα η στις αρχες του εικοστου, ο πρωτος blogger θα ηταν αναμφησβητητα ο Γρηγοριος Ξενοπουλος.
Για περισσοτερο απο μισο αιωνα ο Γρηγοριος Ξενοπουλος αρθρογραφουσε στο εβδομαδιαιο περιοδικο "Η Διαπλασις των παιδων" παντα διαλεγοντας θεματα επικαιρα. Η απαντησεις (σχολια) των παιδιων που τις διαβαζαν - γιατι σε παιδια απευθυνοταν - γινοτανε μεσω αλληλογραφιας και αν υπηρχε λογος, καινουργιο θεμα αναπτυσσοταν συντομα σε καποια επομενη εκδοση.
Δε ξερω ποτε σταματησε να εκδιδεται η Διαπλαση των παιδων. Ισως καπου στα μεσα της δεκαετιας του 60.
Η επιστολη που παραθετω στο τελος του ποστ ειναι απο ενα παλιο βιβλιο. "Αθηναικες Επιστολες" του Ξενοπουλου των εκδοσεων Μπιρη που χρησιμοποιουσαμε σα λογοτεχνικο βοηθημα παραλληλα με το αναγνωστικο μας στο δημοτικο. Περιεχει επιλεκτικα επιστολες απο το 1896 εως το 1929. Το κειμενο το αντεγραψα προσπαθωντας να τηρησω την ορθογραφια. Δυστυχως δεν μπορεσα να τηρησω το πολυτονικο και τα λοιπα σημεια στιξεως. Διαλεξα μια επιστολη που αν την εγραφε σημερα ενας blogger, θα ηταν μεσα στην επικαιροτητα. Τελικα στις αναζητησεις, στις αξιες τιποτα δεν αλλαζει. Ο Γρηγορης Ξενοπουλος οπως με αγγιζε τοτε ετσι με αγγιζει και τωρα. Μακαρι ομως να ειχε μεινει ως τα σημερα η ευγενεια της δικης του εποχης.
Πριν παραθεσω λοιπον την επιστολη που γραφτηκε το 1925 θελω να βαλω εδω και ενα μικρο αποσπασμα απο μια αλλη που βρηκα στο διαδικτυο και που δειχνει ποσο μα ποσο η ματαιοτητα και ο καταναλωτισμος ειναι επικαιρα και ακρως ανθρωπινα.
"Νομίζω οτι και τα περιττά πράγματα έχουν την χρησιμότητά των. Προξενούν μεγαλυτέραν χαράν και η χαρά, πιστεύσατέ με, δεν είναι περιττό πράγμα!!! Ε'ιναι ωραία τα περιττά πράγματα. Η ωραιότης δικαιολογεί την ύπαρξή των και η ωράιότης κάθε άλλο παρά περιττή είναι εις την ζωήν μας."
Εγω απλα σας φιλω γλυκα.
ΤΟ ΚΟΥΡΕΛΟΧΑΡΤΟ
Αθηναι, 5 Σεπτεμβριου 1925
Αγαπητοι μου,
Στεκομουν μπροστα στο παραθυρο, κοιταζοντας μιαν απ' τις παραξενες δυσεις αυτων των ημερων, που δεν ηταν ουτε θερμες πια ουτε φθινοπωρινες ακομα. Ειχαν μαζι και την χαρουμενη γλυκα των πρωτων. και τα ζωηρα μα μελαγχολικα χρωματα των δευτερων. Ο ουρανος ηταν πολυ καθαρος, πολυ γαλανος, και μολονοτι εκανε αρκετη ζεστη, η ατμοσφαιρα ειχε καποια κινηση στα ψηλα, κι εν' αερακι, σχεδον δροσερο, εξακολουθητικο, με μικρα μονο διαλειμματα, που μου χαιδευε το μετωπο.
Το θεαμα ηταν βεβαια εξοχο, οπως ειναι παντα, την ωρα του δειλινου, απ' το παραθυρο μου, -η Αθηναικη αυτη ζωγραφια, με την Ακροπολη στο βαθος, φαντασμαγορικα φωτιζομενη απ' το καμινι της δυσης-. Μα τοχω συνηθισμενο, και μπορω να πω πως μονο το αερακι εκεινο με κρατουσε ακομα μπροστα στο παραθυρο. Γι' αυτο κι οταν η δροσια που πηρα μου φανηκε αρκετη, ετοιμαστηκα να μπω για να εξακολουθησω την εργασια μου. Αλλα ισα ισα κεινη τη στιγμη, ενα πραγμα, ενα ασπρο πραγμα που πετουσε στο γαλαζιο αερα, κινησε την προσοχη μου.
Μου φανηκε σαν πουλι, σαν περιστερι. Μα επειδη το πεταγμα του ηταν αλλοιωτικο, παραξενο, προσπαθησα να το ιδω καλυτερα, και να καταλαβω τι πουλι ηταν. Αδυνατο! Τετοιο πουλι με τετοιες φτερουγες - μακρυες και στενες πολυ μου φαινονταν, - με τετοια κινηση αρρυθμη, τρελλη μπορω να πω, δεν ειχα ιδει ποτε μου.. Και ολο ανεβαινε ψηλα, και ολο απομακρυνοταν. Πολυ περιεργο!... Πηρα τοτε ενα ζευγαρι κιαλια, που ταχω παντα προχειρα, απανω σ' ενα αρμαρακι διπλα στο παραθυρο, και κοιταξα το αγνωριστο ασπρο πουλι που πετουσε στο γαλαζιο αερα. Τοτε το γνωρισα, α , το γνωρισα πολυ καλα. Ποσες φορες δεν ειχα ξαναιδη, - μ' απο πιο κοντα,- τετοιου ειδους πουλια!... Ηταν ενα κουρελοχαρτο!...
Ποιος ξερει απο που τοχε σηκωσει το δυνατο αερακι εκεινης της ωρας. Ισως απο κεραμιδια, απο ταρατσα, η απο κανενα τζιγκο. Γι αυτο εφτασε στα μεσουρανα. Κι εκει πανω πια μπορουσε να κανει ελευθερα τις βολτες του, ν' ανεβοκατεβαινει, ν' απομακρυνεται, να πλησιαζη χωρις ν' απαντα προσκομμα κανενα. Πρεπει ναταν ομως και χαρτι ψιλο, ελαφρο -κομματι απο τσιγαροχαρτο περιτυλιγματος ισως, -γιατι αλλοιωτικα δε θα μπορουσε να μενει μετεωρο κι οταν αδυνατιζε το αερακι, για να ξαναρχιζει με το δυναμωμα, υστερα τα παιχνιδια του.
Μα τι τρελοπαιχνιδα το αφιλοτιμο! Σας βεβαιω πως ποτε δε μου ελαχε κουρελοχαρτο με τοση... ζωη! Φαινοταν αληθινα ζωντανο πραγμα και σα μεθυσμενο απο μια μεγαλη χαρα. Για εναν καλο χορευτη, οταν τον μεθα ο χορος, συνηθως λεμε: "Δεν χορευει, πετα!" Ε λοιπον γι αυτο το χαρτινο πουλι, θα μπορουσα να πω¨Δεν πετουσε, εχορευε. Και καθως το χτυπουσε κει ψηλα στο γαλαζιο ο ηλιος της δυσης, ποτε χρυσιζε, ποτε κοκκινιζε, κι εμοιαζε ετσι σα μικρη υπερφυσικη, εναερια μπαλλαρινα, ντυμενη στα κατασπρα και φωτιζομενη απο εναν πολυχρωμο προβολεα. Μα ηταν μια δοξα, ενας θριαμβος, μια αποθεωση.
Αφου το γνωρισα μια φορα, αφησα τα κιαλια, για να το βλεπω καλυτερα μες' στον ωραιο περιγυρο. Και ηρθε στιγμη που ξεχασα κι εγω τι ηταν και γοητευθηκα σα ναβλεπα πραγματικως εν' αγνωστο ασπρο πουλι, παραδομενο σε μια μεθη χαρας, ευτυχιας, που λες κι ηθελε να τη μεταδωση με τα κινηματα του και σε μενα και σε ολο τον κοσμο. Να το, υψωνεται ακομα κι ερχεται προς το παραυθρο μου- Ελα, ελα καλως το!... Ω μα φευγεις παλι; γιατι; .. Γυρισε. γυρισε!.. Ετσι μπραβο! Και χαμηλωσε λιγακι να φωτιζεσαι και να λαμπεις καλυτερα!... Α ετσι μπραβο!.. Τωρα εισαι θαυμασιο!.. Τι γρηγορα που κουνας τις φτερουγες σου και πως φανταζουν χρυσοκοκκινες οι μακρυες αυτες φτερουγες! Τωρα για μενα εισαι σ' ολη σου τη δοξα!
Και αξαφνα.. στοπ και μπουμ!
Το αερακι σταματησε αποτομα. Την ιδια στιγμη απομεινε ακινητο εκει ψηλα και το κουρελοχαρτο. Στοπ. Και την ιδια στιγμη, παρασυρομενο μονο απο το βαρος του, επεσε ισια, εσκασε αδοξα πανω σ' ενα τζιγκο. Μπουμ! - Μα τι αλλο μπορουσε να καμη ενα κουρελοχαρτο, οταν επαψε πια να φυσα το αερακι που το ζωντανευε; Να σκασει κατω σαν ψοφιο. Το κακομοιρο ειχε πεσει και σε μια γωνια του τζιγκου τοσο προφυλαγμενη, τοσο απαγκιο, που κι οταν σε λιγο ξαναφυσηξε, το αερακι δεν το βρηκε για να το ξανασηκωσει. Κι εμεινε κει ωσπου βαρεθηκα εγω και μπηκα. Η ιστορια λοιπον του κουρελοχαρτου τελειωνει εδω. Μονον που εχει κι επιμυθιο.
Θα το μαντευετε βεβαια. Ποσες φορες θα ακουσατε να παρομοιαζουν το σηκωμα μερικων ανθρωπων χωρις αξια, -χωρις αληθινα φτερα, χωρις εσωτερικη δυναμη, - με το πεταγμα ενος κουρελοχαρτου, που ενα ευνοικο αερακι μπορεσε να το ανεβαση για λιγες στιγμες μεσουρανα, μες' το φως και τη δοξα ενος ηλιοβασιλεματος. Αλλα οπως μολις παψη να φυσα το αερακι, πεφτει το κουρελοχαρτο στον τζιγκο, στο δρομο, στη σκονη, στη λασπη, ετσι πεφτει και ο ψεφτοανεβασμενος ανθρωπος, μολις του λειψη η εξωτερικη δυναμη, η προστασια που τον σηκωσε απ' τα χαμηλα. Κι οπως μας γελα το κουρελοχαρτο πως ειναι ενα ζωντανο κι ασπρο πουλι, με μερικες δυνατες φτερουγες, ετσι μας γελα οταν βρισκεται στο υψος του κι ο αναξιος ανθρωπος, πως κατι ειναι. Υστερα με το αδοξο πεσιμο του βλεπουμε πως δεν ηταν τιποτα και πως τοσον καιρο μας γελουσε...
Ναι η παρομοιωση αυτη ειναι κοινη και συνηθισμενη. Αλλα οι γαλλοι εχουν μια παροιμια που λεει: " comparaison n'est pas raison" Η παρομοιωση δηλαδη δεν ειναι πραγματικος λογος και δεν μπορουμε να την παιρνουμε παντα τοις μετρητοις, κατα γραμμα, η να την πιστευουμε σ' ολη της την εκταση, μ' ολες της τις συνεπειες και εφαρμογες. Γιατι ετσι κινδυνευουμε να φτασουμε σε υπερβολη και παραλογισμο. Στην περισταση αυτη παραδειγματος χαρη: μπορει να ιδουμε εναν ανθρωπο ν'ανεβαινει απο μια καλοτυχια, απο μια ευνοια, απο μια δυνατη προστασια. Και να συμπεραινουμε : "Να κι αυτος σαν το κουρελοχαρτο. Πετα οσο φυσουν, αμα παψουν θα πεση" Κι ομως ο ανθρωπος μπορει εξαιρετα ναχει την αξια και δικαια να προστατευτηκε και βοηθηθηκε, για ν' ανεβει.
Ολοι σχεδον στα πρωτα βηματα τους, βοηθουνται, προστατευονται απο καποιον. Δε θα πει ομως και πως ολοι δεν εχουν αξια. Πολλοι εχουν. Αλλα και οταν πεφτουν, επειδη τους ελειψε η αναγκαια ακομη εξωτερικη βοηθεια, παλι δεν μπορουμε να πουμε με βεβαιοτητα πως δεν ειχαν κι εσωτερικη δυναμη. Γιατι πρεπει πρωτα να ιδουμε αν το πεσιμο ηταν τυχαιο, αδικο η προσωρινο. Οπως το ανεβασμα, ετσι μπορει να μας γελασει και το πεσιμο. Χρειαζεται μεγαλη προσοχη και επιφυλαξη σε τετοιες κρισεις. Επειτα μια αλλη παροιμια λεει: Καθε κανονας εχει τις εξαιρεσεις του.
Σας ασπαζομαι
Φαιδων.