Jan 18, 2008

Ενα αγαπημενο ποιημα.



Μετα απο προσκληση της αγαπημενης Ιουστινης Φραγκουλη και μετα απο αρκετο πηγαινε ελα αναμεσα σε τεσσερα αγαπημενα ποιηματα, κατεληξα στο μακροσκελες ποιημα του Γιωργου Στρατηγη "Ο Ματροζος" .
Το ποιημα αυτο εχει μια μικρη ιστορια στα παιδικα μου χρονια. Σε ηλικια δεκα χρονων ο καλος μου μπαμπας, μου χαρισε μια ανθολογια με ποιηματα. Για να τον ευχαριστησω τον ρωτησα ποιο ποιημα του αρεσει πιο πολυ για να το μαθω απ'εξω να του το απαγγειλω. Ο μπαμπας χωρις δευτερη σκεψη μου ειπε:
Ο Ματροζος.
Δεν μπορουσα να κανω πισω στην αρχικη μου σκεψη και αποφαση. Το εμαθα απ'εξω και μια μερα μετα το φαγητο σηκωθηκα και του το απηγγειλα.
Ο μπαμπας δακρυσε απο χαρα.
Το ιδιο ποιημα το ειπα αρκετες φορες σε γιορτες στο θεατρο του σχολειου. Καθε φορα εβαζα λιγο παραπανω δραμα, λιγο παραπανω παθος. Στο τελος εφτανα να φωναζω στην προτελευταια στροφη και να δακρυζω στην τελευταια.
Ακομα και σημερα δε μου ξεφευγει λεξη.

Ο Ματροζος λοιπον,
γιατι καποιοι την αγαπησαν την Ελλαδα,
γιατι ειναι το δικο μου ποιημα,
γιατι " σαν αγκαλια και σαν κληματαρια ο δεκαπεντασυλλαβος απλωνει "




Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ' τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.

Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.

Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ' ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.

Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν δεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου λέγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.

"Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ' αποθάνω",
στο τέλος πάντα μου 'λεγε μ' εν' αναστεναγμό,
"Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ' εύρετε μια μέρα από την πείνα...

Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ' τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα
απ' έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ' εκείνον που 'χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη".

Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ' απ' το νησί και πως ερχόταν πρώτα.

"Εδώ τι θέλεις, γέροντα?" ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. "Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής?". "Ποιος Κωνσταντής?". "Αυτός... ο Ψαριανός".
"Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!".

Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ' τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού:
"Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!".

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να 'ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.

Τον κοίταξε* τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

"Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή?" σε λίγο του φωνάζει,
"γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...".
"Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει,
"τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...".
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.

"Ποιος είσαι, καπετάνο μου? Και ποιο 'ναι το νησί σου?",
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
"πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ' της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη?
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη?"

Απ' έξω απ' την Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ' την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια...
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ...
Χρόνος δεν ήταν που 'καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα...

Απ' έξω απ' την Τένεδο, θυμάσαι? Μια φρεγάδα
σ' έβαλε εμπρός μ' αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ' οχτώ βατσέλα πίσω της* εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ' αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.

Σε καμαρωνώ από μακριά... κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ' εξώρκιζαν να φύγουμε* τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε* επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και "όρτσα! μάινα τα πανιά!" φωνάζω στα παιδιά μου.

Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες... μ' αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε* η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: "Τι κάνεις καπετάνο?"
Κι εγώ τους λέω: "Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...".

Και σου πετώ τη γούμενα... και δένεις το μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε* θυμάσαι? Σου φωνάζω,
"Πρώτος απ' όλους ν' ανεβείς", μα δεν μ' ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν' ανεβούν... έσκυψα κι απ' τα μαλλιά σ' αδράζω,
και σ' έσωσα κι εφύγαμε... μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...".

"Ματρόζε μου!" δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ' άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.


Ευχαριστω την Ιουστινη και προσκαλω τις αγαπημενες
lady blue
και
dοne for
να γραψουν εαν θελουν ενα αγαπημενο ποιημα τους.

13 comments:

Justine's Blog said...

Ενα Ματρόζο, έναν Κατσαντώνη, ένα Ασμα Ηρωϊκόν και Πένθιμον,όλα τα κοριτσάκια τα καλά , τα έχουν απαγγείλει στις σχολικές γιορτές.
Εύγε σου που κατέθεσες αυτό που σου κινεί μνήμες αγαπητικές απο τις αθώες μέρες της οικογενειακής ευτυχίας.
Μου αρέσει να το διαβάζω, να ξυπνώ στη μνήμη μου αυτή τη λεβεντιά των ποιητών μας, αλλά και το λυρισμό τους όταν αναφερόνταν σε ήρωες.
Σήμερα ο ηρωισμός έχει δαιμονοποιηθεί στη μακρινή πατρίδα.
Νάσαι καλά Δεσποινάκι. Μόλις επέστρεψα απο την ταινία κινούμενων σχεδίων "περσέπολις",μια καταπληκτική αληθινή ιστορία σε κινούμενα σχέδια απο μια ιρανή πρόσφυγα.
Πολύ ωραία, να τη δείς αν σας βρίσκεται στην Ουασιγκτώνα των blockbusters!

roadartist said...

Αγαπητό Δεσποινάκι..βαθιά πατριωτικό ποίημα επέλεξες.. Πάντα οι Έλληνες που μένουν στο εξωτερικό έχουνε βαθιά μέσα τους την Ελλάδα. Με συγκίνησες..
Τις γλυκιές μου καλημέρες :)

zero said...

Εε ...ναι, παρα πολυ καλο.
Καλημερα 'η καλησπερα , τελος παντων, εκει στα ξενα που εισαι.

Penelope said...

Dedicated to your father little Δέσποινα λοιπόν !!!!!Και είναι και μεγάλο βρε παιδί ....Μπράβω όμως με κάτι τέτοια μικρά και από μικρός someone develops skills later in life!!Σε φιλώ και χαιρετώ
P.S. δικαιολογούμαι για την αναμιξη των γλωσσών είναι πρωί για μένα και μετά από ξενύχτι...!!

δεσποιναριον said...

Σας ευχαριστω, μη νομιζετε οτι θα με βρειτε σε παρελασεις η να σιγοψυθιριζω εμβατηρια, οχι ειναι απλα η παιδικη μου απαγγελια, ταλαντευτηκα αναμεσα σε Κωστα Ουρανη και Νικο Καββαδια. Παντα ομως δεκαπεντασυλλαβο. Φιλια σε ολους.

Blue said...

Δεσποινάκι μου μόλις τώρα το είδα... αλλά είμαι τόσο μα τόσο κουρασμένη που δεν έχω κουράγιο να αποφασίσω ποιο "ένα αγαπημένο" να επιλέξω. Θα το σκεφτώ αύριο και θα απαντήσω στην πρόσκληση σου!
Φιλάκια πολλά

Υ.Γ. Μου άρεσε που επέλεξες αυτό το ποίημα... Μέχρι που σκέφτηκα να παραθέσω το "Μέριασε βράχε να διαβώ" στο ποστ μου! Ακόμα το θυμάμαι όλο απ' έξω από την Τετάρτη Δημοτικού...

δεσποιναριον said...

Πηγαινε να κοιμηθεις μαι λειντυ, και αυριο και μεθαυριο και παραμεθαυριο μερα ειναι. Πολλα φιλακια!

done for said...

Απίστευτο. Σήμερα τακτοποιούσα το φάιλ με τα επετειακά ποιήματα. Εννοείται, πρόσθεσα το Ματρόζο.

Καλημέρα. :-)

δεσποιναριον said...

Καλημερα φαντασματακι μου, επικο ετσι? φιλακια!

Anonymous said...

μου το χε δωσει η μανα μου. μου πε να το απαγγειλουμε στην εκδηλωση για τις 25 μαρτιου στην μικρη μας κοινοτητα. θα το διαβασουμε, θα συγκλονιστουμε, θα δακρυσουμε και θα θυμηθουμε τους δικους μας ηρωες, τους πιο αδικημενους στη μαρτυρικη μας κυπρο.

καλη σου μερα μαι λειντυ ή φαντασματακι οπως σε λενε μερικοι
καλη σου μερα ευαισθητη κυρα μου θα σου πω εγω

κυπρος

δεσποιναριον said...

Καλη σου μερα ανωνυμε/η απο την Κυπρο. Συγγινει πραγματικα το ποιημα. Ειδες πλησιαζει παλι η μερα που θα αππαγειλουν παλι τα παιδακια ποιηματα . Ελπιζω μαζι με την απαγγελια να νοιωθουν αυτο που νοιωσαμε εμεις καποτε και μας σημαδεψαν.

Η λειντυ και το φαντασματακι ειναι φιλες απο παλια εθαισθητες και καλες αλλα οχι εγω.
Χαρηκα για το σχολιο σου

Anonymous said...

ουπς, μετα το καταλαβα για το μαι λειντυ και το φαντασματακι οτι δεν ησουνα εσυ.
δεν το απαγγειλαν παιδακια αλλα δασκαλοι σε εκδηλωση σε κοινοτικο πολιτιστικο συλλογο
οταν ομως το καναμε προβα μπροστα στους μαθητες μας μερικοι δακρυσαν
γιατι βαθια μεσα στην καρδια μας την εχουμε την Ελλαδα μας.
ψες βραδυ στην εκδηλωση πραγματικα ολοι εμειναν αφωνοι και αρκετοι δακρυσαν
γεια σου στρατηγη μεγαλε
γεια σου ευαισθητη κυρα μου

δεσποιναριον said...

γεια σου κι εσενα αγαπητε/η απο την Κυπρο. Και του χρονου να ειστε καλα και καθε χρονος που περναει να λαμπει περισσοτερο το νησι σας κατω απο τον ηλιο που τα βλεπει ολα.